- καταφορικός
- καταφορικός, -ή, -όν (Α) [κατάφορος]1. σφοδρός, ορμητικός, υβριστικός2. αυτός που νυστάζει, που έχει υπνηλία3. αυτός που επιφέρει λήθαργο, υπνηλία.επίρρ...καταφορικῶς (Α)1. σφοδρά, ορμητικά2. (κατά τον Ησύχ.) με κένωση, με εκκένωση, με άδειασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάφορος ή < καταφορά].
Dictionary of Greek. 2013.