καταφορικός

καταφορικός
καταφορικός, -ή, -όν (Α) [κατάφορος]
1. σφοδρός, ορμητικός, υβριστικός
2. αυτός που νυστάζει, που έχει υπνηλία
3. αυτός που επιφέρει λήθαργο, υπνηλία.
επίρρ...
καταφορικῶς (Α)
1. σφοδρά, ορμητικά
2. (κατά τον Ησύχ.) με κένωση, με εκκένωση, με άδειασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάφορος ή < καταφορά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταφορικός — violent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικά — καταφορικός violent neut nom/voc/acc pl καταφορικά̱ , καταφορικός violent fem nom/voc/acc dual καταφορικά̱ , καταφορικός violent fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικώτερον — καταφορικός violent adverbial comp καταφορικός violent masc acc comp sg καταφορικός violent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικῶν — καταφορικός violent fem gen pl καταφορικός violent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικόν — καταφορικός violent masc acc sg καταφορικός violent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικαί — καταφορικός violent fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικοῖς — καταφορικός violent masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικοί — καταφορικός violent masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικοῦ — καταφορικός violent masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικούς — καταφορικός violent masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”